αβάσταγος
Смотреть что такое "αβάσταγος" в других словарях:
αβάσταγος — η, ο (Μ ἀβάσταγος, ον) βλ. αβάστακτος … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος … Dictionary of Greek
αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] … Dictionary of Greek